- κωλοσέρνω
- κωλοσέρνω και κωλοσύρνω και κωλοσούρνω κωλόσυρα και κωλόσουρα, κωλοσύρθηκα και κωλοσούρθηκα, κωλοσυρμένος και κωλοσουρμένος1. σέρνω κάποιον πάνω στα πισινά του, που δυστροπεί να με ακολουθήσει.2. το μέσο, κωλοσέρνομαι σημαίνει ότι βαδίζω με μεγάλη δυσκολία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.